στεγνωτικός

στεγνωτικός
η , ό[ν] 1. сушильный;
2. (τό ) сиккатив

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στεγνωτικός" в других словарях:

  • στεγνωτικός — making costive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικός — ή, ό / στεγνωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεγνῶ / ώνω] νεοελλ. 1. αυτός που συντελεί στο στέγνωμα 2. το ουδ. ως ουσ. το στεγνωτικό τεχνολ. ακόρεστο λιπαρό έλαιο ή φυσική ρητίνη, ένα στρώμα τών οποίων, όταν εκτεθεί στον αέρα, μετατρέπεται τελικά σε ένα… …   Dictionary of Greek

  • στεγνωτικός — ή, ό 1. αυτός που κάνει κάτι στεγνό. 2. ως ουσ., στεγνωτικό, το ξηραντική ουσία: Έβαλε στεγνωτικό στη λαδομπογιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στεγνωτικά — στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc pl στεγνωτικά̱ , στεγνωτικός making costive fem nom/voc/acc dual στεγνωτικά̱ , στεγνωτικός making costive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικῶν — στεγνωτικός making costive fem gen pl στεγνωτικός making costive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικόν — στεγνωτικός making costive masc acc sg στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικοῖς — στεγνωτικός making costive masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικῆς — στεγνωτικός making costive fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτική — στεγνωτικός making costive fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικώτερα — στεγνωτικός making costive neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνωτικώτερος — στεγνωτικός making costive masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»